βραδύτητα — η 1. η αργή κίνηση, η έλλειψη ταχύτητας: Η χελώνα διακρίνεται για τη βραδύτητά της. 2. η καθυστέρηση, η αργοπορία: Η βραδύτητα της άφιξης του τρένου οφείλεται σε πολλούς λόγους. 3. μτφ., η νωθρότητα, η οκνηρία: Η βραδύτητα της κίνησής του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
поздьньство — ПОЗДЬНЬСТВ|О (1*), А с. Позднее время: подобаѥть вѣрьныимъ. въ полѹнощьныи часъ по велицѣи сѹботѣ поститисѧ. б҃жствьныима евангелистома гл҃ющема маѳеови и лѹцѣ. овомѹ гл҃ющю въ вечеръ сѹботьныи прѣжде гл҃ѥмъ. овомѹ же зѣло рано поздьньство нощи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
αλικόντιση — η [αλικοντίζω] 1. το αλικόντι 2. βραδύτητα, καθυστέρηση … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αποσπεύδω — ἀποσπεύδω (Α) 1. προσπαθώ να εμποδίσω, να αποτρέψω κάτι με κάθε τρόπο 2. ενεργώ με βραδύτητα … Dictionary of Greek
βράδος — βράδος, το (Α) βραδύτητα, αργοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς, πιθ. κατά το τάχος] … Dictionary of Greek